v. νειρός¹ 2 and νείαιρα.
νεῖρα: ἢ νείρα, ἴδε ἐν λ. νείαιρα.
νεῖρα: ή νείρα, ἡ, συνηρ. αντί νείαιρα, σε Αισχύλ.
νεῖρα: или νείρα ἡ (= νείαιρα)1) нижняя часть живота Eur.;2) внутренности Aesch.
νεῖρα, ορ νείρα, ἡ, [contr. for νείαιρα, Aesch.]