νεῖρα

Revision as of 10:47, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v. νειρός¹ 2 and νείαιρα.

Greek (Liddell-Scott)

νεῖρα: ἢ νείρα, ἴδε ἐν λ. νείαιρα.

Greek Monotonic

νεῖρα: ή νείρα, ἡ, συνηρ. αντί νείαιρα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

νεῖρα: или νείρα ἡ (= νείαιρα)
1) нижняя часть живота Eur.;
2) внутренности Aesch.

Middle Liddell

νεῖρα, ορ νείρα, ἡ, [contr. for νείαιρα, Aesch.]