α, ὁ, Doric for θύστης.
θύστας, ὁ, δωρ. τ. του θύστης (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ό ἱερεὺς παρὰ Κρησί».[ΕΤΥΜΟΛ. < παρεκτεταμένο σιγμόληκτο θ. θυσ- του θύω (I)].