Doric for ἐπίπληξις.
ἐπίπλαξις: ἐπίπληξις, ἐπιπλάξιες, ἐπιπλήξεις, Τίμ. Λοκρ. 103Ε.
ἐπίπλαξις: εως ἡ дор. = ἐπίπληξις.