ἡ, Doric σίβδα, v. σίδη.
[Seite 877] ἡ, dor. statt σίδη, Callim. lav. Pall. 28.
σίβδη: ἡ, Δωρ. ἀντὶ σίδη, Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 28. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σίβδαι· ῥοιαί».
και δωρ. τ. σίβδα, ἡ, Αβλ. σίδη.