Doric for κρήδεμνον.
κράδεμνον, τὸ (Α)(δωρ. τ.) βλ. κρήδεμνον.
κράδεμνον, τό Dor. voor κρήδεμνον.
κράδεμνον: (ᾱ) τό Eur. = κρήδεμνον.