εὐιάς
English (LSJ)
-άδος, fem. of εὐιακός.
German (Pape)
[Seite 1072] άδος, ἡ, fem. zum Vorigen, λύσση Ant. Th. 70 (IX, 603); dah. εὐιάδες = ἄμπελοι, Hesych.
-άδος, fem. of εὐιακός.
[Seite 1072] άδος, ἡ, fem. zum Vorigen, λύσση Ant. Th. 70 (IX, 603); dah. εὐιάδες = ἄμπελοι, Hesych.