κυρτευτής
English (LSJ)
οῦ, ὁ, = κυρτεύς.
German (Pape)
[Seite 1537] ὁ, = Vorigem, Qu. Maec. 5 (VI, 230).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
pêcheur à la nasse.
Étymologie: κύρτη.
Greek Monolingual
κυρτευτής, ὁ (Α)
κυρτεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτεύω ή, αναλογικά, κατά το ἁλιευτής.
Greek Monotonic
κυρτευτής: -οῦ, ὁ, αυτός που ψαρεύει με την κύρτη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κυρτευτής: οῦ ὁ рыбак с вершей Anth.