σχοινοβατία

Revision as of 10:49, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v. σχοινοβατίη.

German (Pape)

[Seite 1057] ἡ, das Gehen, Tanzen auf dem Seile, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινοβατία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἡ τέχνη τοῦ σχοινοβάτου, Ἱππ. 366. 55 (ἴδε Littré 6, σ. 596)· καὶ σχοινοβατικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), Α. Β. 652.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ, και ιων. τ. σχοινοβατίη, Α
βλ. σχοινοβασία.