θεσμοθέσιον

Revision as of 10:50, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v. θεσμοθετεῖον.

German (Pape)

[Seite 1203] τό, VLL. u. Scholl., Erkl. von πρυτανεῖον; auch θεσμοθετεῖον, τό, Plut. Qu. S. 1, 1, 2, eigtl. die Halle, wo sich die Thesmotheten versammeln.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu de réunion des thesmothètes.
Étymologie: θεσμοθέτης.

Greek Monolingual

θεσμοθέσιον, τὸ (Α) θεσμοθετώ
βλ. θεσμοθετείον.

Russian (Dvoretsky)

θεσμοθέσιον: τό Plut. = θεσμοθετεῖον.