-έως, = κορσωτήρ.
κορσωτεύς, -έως, ὁ (Α)κουρέας.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κορσωτήρ με την κατάλ. -εύς, που απαντά κυρίως σε μετονοματικά παρ.].