κορσωτεύς

Revision as of 10:50, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

-έως, = κορσωτήρ.

Greek Monolingual

κορσωτεύς, -έως, ὁ (Α)
κουρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κορσωτήρ με την κατάλ. -εύς, που απαντά κυρίως σε μετονοματικά παρ.].