κάτοδος

Revision as of 10:50, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

Ionic for κάθοδος.

German (Pape)

[Seite 1402] ἡ, ion. = κάθοδος, Her.

Greek (Liddell-Scott)

κάτοδος: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κάθοδος, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ion. c. κάθοδος.

Greek Monolingual

κάτοδος, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. κάθοδος.

Russian (Dvoretsky)

κάτοδος: ἡ ион. = κάθοδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάτοδος -ου, ὁ Ion. voor κάθοδος.