συμμειγνύω

Revision as of 10:50, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v. συμμείγνυμι.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και συμμείγνυμι και επικ. και ιων. και αττ. τ. συμμίσγω Α
βλ. συμμιγνύω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και συμμείγνυμι και επικ. και ιων. και αττ. τ. συμμίσγω Α
βλ. συμμιγνύω.