ζορκός, ἡ, v. δορκάς.
ζορκός (ἡ) :chevreuil, gazelle, animal.Étymologie: cf. δορκάς.
ζόρξ: ζορκός ἡ Plut. = δορκάς.
ζόρξ ζορκός, ἡ zie δορκάς.
See also: s. δορκάς