Φλειάσιος

Revision as of 10:51, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v. sub Φλειοῦς.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
mieux que Φλιάσιος;
de Phliunte ; ἡ Φλιασία le territoire de Phliunte.
Étymologie: Φλειοῦς.

Greek Monolingual

και Φλιάσιος και ιων. τ. Φλειήσιος, ὁ, Α
Φλειοῡς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Φλειοῦς + κατάλ. -άσιος / -ήσιος (πρβλ. θρι-άσιος, Ἰθακ-ήσιος)].

Russian (Dvoretsky)

Φλειάσιος: v. l. = Φλιάσιος I и II.