ἀγαθουργός

Revision as of 10:51, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v. ἀγαθοεργός.

German (Pape)

[Seite 7] Gutes-, wohlthuend, Plut. da an. procr. e Tim. 7 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαθουργός: -όν, συνῃρ. ἐκ τοῦ ἀγαθοεργός. Πλουτ. 2, 1015Ε. ἐπίρρ. -ουργῶς, Διον. Ἀρεοπ. σ. 102.

French (Bailly abrégé)

c. ἀγαθοεργός.

Spanish (DGE)

-όν
que hace el bien, benéfico ψυχή Plu.2.1015e, op. κακοποιός Plu.2.370c, cf. 370e, f, ὁ θεῖος ἔρως Procl.in Alc.54, τὸ ἀγαθουργὸν ... ἀπονέμειν ... τοῖς θεοῖς Procl.in R.1.41.6, σειρὰν ἀγαθουργόν Procl.in R.1.97.30, v. ἀγαθοεργός 2 .

• Etimología: Tal vez de *ἀγαθοοργός como n. de agente.