χημευτικός

Revision as of 10:51, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

v. χυμευτικός.

Greek Monolingual

και χυμευτικός, -ή, -όν, Μ
1. αλχημιστικός, αυτός που αναφέρεται στην τέχνη μετουσίωσης τών μετάλλων
2. το θηλ. ως ουσ.χημευτική
η αλχημεία, η τέχνη μετουσίωσης τών μετάλλων
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χημευτικά
τα βιβλία αλχημείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χημεία /χυμεία, μέσω ενός ρ. χημεύω (βλ. και λ. χημεία)].