στέλγισμα
English (LSJ)
v. στλέγγισμα.
German (Pape)
[Seite 933] τό, = στλέγγισμα, Lycophr. 874.
Greek (Liddell-Scott)
στέλγισμα: τό, στέλγιστρον, τό, = στλέγγ-.
Greek Monolingual
-ίσματος, τὸ, Α
βλ. στλέγγισμα.
v. στλέγγισμα.
[Seite 933] τό, = στλέγγισμα, Lycophr. 874.
στέλγισμα: τό, στέλγιστρον, τό, = στλέγγ-.
-ίσματος, τὸ, Α
βλ. στλέγγισμα.