ἀπαίδευτος, Hsch.
και σῑρις, -ίριδος, ἡ, Αη ξυρίς, είδος υποδήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ξυρίς, -ίδος]. ἡ, Αβλ. σίρις.