εὐάκοος
English (LSJ)
ον, v. εὐήκοος.
German (Pape)
[Seite 1055] dor. für εὐήκοος, w. m. s.
Russian (Dvoretsky)
εὐάκοος: Anth. = εὐήκοος.
Middle Liddell
[doric for εὐήκοος
ον, v. εὐήκοος.
[Seite 1055] dor. für εὐήκοος, w. m. s.
εὐάκοος: Anth. = εὐήκοος.
[doric for εὐήκοος