κασώριον
English (LSJ)
τό, brothel, Ar. Eq. 1285 ap. St.Byz. s.v. Κασώριον (κασωρεῖον Hsch.); cf. κασαυρεῖον.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰσώρῐον: κᾰσωρεύω, κᾰσωρίς, κασωρῖτις, ἴδε κασαλβάς.
Greek Monolingual
κασώριον και κασωρεῑον, τὸ (Α) κασωρίς
χαμαιτυπείο, πορνείο, μπουρδέλο.