σπίλον

Revision as of 11:02, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

τό, only in pl., strings of gut, Hsch. = στέμφυλα, Id.

Greek (Liddell-Scott)

σπίλον: τό, μόνον ἐν τῷ πληθυντ., χορδαὶ ἐξ ἐντέρων, Ἡσύχ. ΙΙ. = στέμφυλα, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
στον πληθ. τά σπίλα
1. έντερα
2. (κατά τον Ησύχ.) «τα στέμφυλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σπίλος (Ι) «ρύπος, κηλίδα»].