κίναιδος, ἢ λεσιτός· πόρνη, Hsch. (cf. λαίσιτος).
λασιτός: «κίναιδος· πόρνη» Ἡσύχ.
λασιτός (Α)(κατά τον Ησύχ.) «κίναιδος, ἢ λεσιτόςπόρνη».