σφραγιδοφύλαξ
English (LSJ)
-ακος, ὁ, v. sub. σφραγιδοφυλάκιον.
German (Pape)
[Seite 1051] ακος, ὁ, Siegelbewahrer, Hesych.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
βλ. σφραγιδοφύλακας.
-ακος, ὁ, v. sub. σφραγιδοφυλάκιον.
[Seite 1051] ακος, ὁ, Siegelbewahrer, Hesych.
-ακος, ὁ, Α
βλ. σφραγιδοφύλακας.