μουσόπνους

Revision as of 11:05, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

πνουν, contr. for μουσόπνοος.

Greek Monolingual

μουσόπνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
(για τον Ησίοδο) αυτός που αναδίδει μουσικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -πνους (< -πνοος < πνοή < πνέω), πρβλ. θεό-πνους, κρυφό-πνους].