συγγίνομαι
English (LSJ)
Ionic and later Gr. for συγγίγνομαι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. συγγίγνομαι.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συγγίγνομαι.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συγγίγνομαι.
Ionic and later Gr. for συγγίγνομαι.
ion. c. συγγίγνομαι.
Α
ιων. τ. βλ. συγγίγνομαι.
Α
ιων. τ. βλ. συγγίγνομαι.