καταλῃτουργέω
English (LSJ)
Attic for καταλειτουργέω.
French (Bailly abrégé)
att. c. καταλειτουργέω.
Russian (Dvoretsky)
καταλῃτουργέω: атт. = καταλειτουργέω.
Attic for καταλειτουργέω.
att. c. καταλειτουργέω.
καταλῃτουργέω: атт. = καταλειτουργέω.