later and poet. for εὐκλεής.
[Seite 1075] ές, ep. = εὐκλεής, Ap. Rh. 1, 869; adv. εὐκλειῶς, s. oben.
εὐκλειής, -ές, ιων. και επικ. τ. του εὐκλεής (Α)βλ. ευκλεής.