κίστη Hsch. (perh. for φωριαμός).
[Seite 1388] ὁ, = φωριαμός, Hesych., zw.
χωριαμός: ὁ, ἀμφίβ. ἀντὶ φωριαμός, παρ’ Ἡσύχ.· ἴδε Λοβεκ. Παθ. 155.
ὁ, Α(κατά τον Ησύχ.) κίστη, κιβώτιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρεφθαρμένο τ. του φωριαμός «κιβώτιο, σεντούκι»].