χωριαμός

Revision as of 11:07, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

κίστη Hsch. (perh. for φωριαμός).

German (Pape)

[Seite 1388] ὁ, = φωριαμός, Hesych., zw.

Greek (Liddell-Scott)

χωριαμός: ὁ, ἀμφίβ. ἀντὶ φωριαμός, παρ’ Ἡσύχ.· ἴδε Λοβεκ. Παθ. 155.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) κίστη, κιβώτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρεφθαρμένο τ. του φωριαμός «κιβώτιο, σεντούκι»].