μυκτηριασμός
English (LSJ)
v. μυκτηρισμός Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
μυκτηριασμός: ὁ, = μυκτηρισμός, μεταγεν.
Greek Monolingual
μυκτηριασμός, ὁ (Α)
βλ. μυκτηρισμός.
v. μυκτηρισμός Gloss.
μυκτηριασμός: ὁ, = μυκτηρισμός, μεταγεν.
μυκτηριασμός, ὁ (Α)
βλ. μυκτηρισμός.