καταπειρητηρίη

Revision as of 11:07, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

Ionic for καταπειρατηρία.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sonde marine.
Étymologie: ion. p. *καταπειρατηρία, de κατά, πειράω.

Russian (Dvoretsky)

καταπειρητηρίη: ἡ мор. лот Her.