κατακλῄω

Revision as of 11:07, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

old Attic for κατακλείω.

German (Pape)

[Seite 1353] s. κατακλείω.

Greek (Liddell-Scott)

κατακλῄω: ἴδε ἐν λ. κατακλείω.

French (Bailly abrégé)

ao. Pass. κατεκλῄσθην;
att. c. κατακλείω.

Greek Monolingual

κατακλῄω (Α)
(αττ. τ.) βλ. κατακλείω.

Russian (Dvoretsky)

κατακλῄω: атт. = κατακλείω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κλῄω, Oud- Att. voor κατακλείω.