ἢ (ἡ cod.) κίβισις· πήρα, Hsch.
κύβεσις: ἢ κύβησις· «πήρα» Ἡσύχ.
κύβεσις ή κίβισις, ἡ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «πήρα».