ἕαται

Revision as of 11:08, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

Ionic 3 pl. pres. of ἧμαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἕᾰται: ἕατο, Ἰων. γ΄ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. τοῦ ἧμαι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. prés. ion. de ἧμαι.

English (Autenrieth)

see ἧμαι.

Spanish (DGE)

v. ἧμαι.

Greek Monotonic

ἕᾰται: ἕατο, Ιων. αντί ἧνται, ἧντο, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του ἧμαι.

Russian (Dvoretsky)

ἕᾰται: и εἵαται (= ἧνται) эп. 3 л. pl. praes. к ἧμαι.