καλλιπαρθένιος
English (LSJ)
later for καλλιπάρθενος.
Greek Monolingual
καλλιπαρθένιος, -ον (Α)
καλλιπάρθενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + παρθέν-ιος (< παρθένος)].
later for καλλιπάρθενος.
καλλιπαρθένιος, -ον (Α)
καλλιπάρθενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + παρθέν-ιος (< παρθένος)].