χρυσονόμος
English (LSJ)
ὁ, distributor of gold, χ. τῶν λαμπαδιστῶν SIG 1068.11 (Patmos, iii/ii BC).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που μοιράζει χρυσό, που εκτελεί πληρωμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -νόμος].
ὁ, distributor of gold, χ. τῶν λαμπαδιστῶν SIG 1068.11 (Patmos, iii/ii BC).
-ον, Α
αυτός που μοιράζει χρυσό, που εκτελεί πληρωμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -νόμος].