ζωνοειδής

Revision as of 17:43, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

English (LSJ)

ές, A like a belt or girdle, Apollon.Lex. s.v. ἴρεσσιν ἐοικότες, Eust. 1068.24. Adv. -δῶς in belts, Olymp.in Mete.191.21.

German (Pape)

[Seite 1143] ές, gürtelähnlich, Apoll. L. H. Ἴρεσσιν ἐοικότες.

Greek (Liddell-Scott)

ζωνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ζώνην, ἶρις, Ἀπολλών. Λεξ., Εὐστ. 1068. 24.

Greek Monolingual

-ές (AM ζωνοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με ζώνη, που έχει σχήμα ζώνης.
επίρρ...
ζωνοειδῶς (AM)
κατά ζώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζώνη + -ειδής (< είδος)].