ὀβελίτης

Revision as of 18:15, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

English (LSJ)

[ῑ], ὁ, A = ὀβελίας, Poll.1.248, cf. Hsch. s.v. ἀκροβολίδες.

German (Pape)

[Seite 289] ὁ, ἄρτος, = ὀβελίας, Poll. 1, 248.

Greek (Liddell-Scott)

ὀβελίτης: [ῑ], ὁ, = ὀβελίας, Πολυδ. Α΄, 248, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ἀκροβολίδες.

Greek Monolingual

ὀβελίτης, ὁ (Α)
1. οβελίας
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἄκρα τοῡ ὀβελίτου λίθου ἤ τῶν ὀβελίσκων».