ἡ, A = Κυβέλη (q.v.). II an Arcadian boot, Hsch.
Κῠβήβη: ἡ, = Κυβέλη, ὃ ἴδε.
ης (ἡ) :c. Κυβέλη.
Κῠβήβη: ἡ = Κυβέλη, βλ. αυτ.
Κῠβήβη, ἡ, = Κυβέλη, q. v.]