κιθώνη

Revision as of 18:20, 5 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q.v." to "q.v.")

English (LSJ)

Ion., A = χιτώνη (q.v.), Milet.1(7).202.

Greek Monolingual

κιθώνη, ἡ (Α)
ιων. τ. χιτώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιτώνη με μετάθεση της δασύτητας].