Aeol. for κράνα, κρήνη (q.v.).
κράννα: Αἰολ. ἀντὶ κράνη, κρήνη, Συλλ. Ἐπιγρ. 2172· πρβλ. Böckh, 2. σ. 189.
κράννα, ἡ (Α)(αιολ. τ.) βλ. κρήνη.