γουνός

Revision as of 20:19, 8 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ,

   A high ground, φυτὸν ὣς γουνῷ ἀλωῆς Il.18.57; ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο Od.1.193, etc.; ἐκ Κρήτης ἐς γουνὸν Ἀθηνάων 11.323; τῆς Ἀττικῆς . . τὸν γ. τὸν Σουνιακόν Hdt.4.99: pl., γουνοῖσιν Ἐλευθῆρος μεδέουσα Hes.Th.54; γουνοῖσιν κατένασσε Νεμείης ib.329; ἐν γουνοῖς Ἀθανᾶν Pi.I.4(3).25. (Expld. as τόπος γονιμώτατος by Sch.Il. l.c., but better as ὑψηλὸς τόπος (cf. γόνυ) Orion 38, EM239.5.)