στρεψαῖος

Revision as of 08:45, 14 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")

English (LSJ)

= στροφαῖος, Ar.Fr.123 (perh. a pr. n.).

Greek (Liddell-Scott)

στρεψαῖος: ὁ, ἴδε στροφαῖος.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
(το αρσ. ως προσωνυμία του Ερμού) ό στρεψαῖος
στροφαῖος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρέψις + κατάλ. -αῖος (πρβλ. γραψ-αῖος)].