κεχωρισμένως

Revision as of 17:58, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

English (LSJ)

Adv., (χωρίζω) A separately, Arist.Pol.1291a29, Aët. 16.8.

German (Pape)

[Seite 1429] abgesondert, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κεχωρισμένως: Ἐπίρρ. (χωρίζω) χωριστά, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 15.

French (Bailly abrégé)

adv.
séparément.
Étymologie: κεχωρισμένος, part. pf. Pass. de χωρίζω.

Greek Monolingual

κεχωρισμένως (Α)
επίρρ. χωριστά («καὶ ταῡτ' εἴτε κεχωρισμένως ὑπάρχει τισὶν εἴτε τοῖς αὐτοῑς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεχωρισμένος < μτχ. παθ. παρακμ. κεχώρισμαι < χωρίζω.

Greek Monotonic

κεχωρισμένως: επίρρ., (χωρίζω), ξεχωριστά, σε Αριστ.

Middle Liddell

adv. χωρίζω
separately, Arist.