-έω, Α1. παράγω βόμβο κοντά σε κάποιον ή σε κάτι ή παράγω βόμβο μιμούμενος κάποιον ή κάτι2. (το παθ.) παραβομβοῦμαι, -έομαιενοχλούμαι σε μεγάλο βαθμό από θόρυβο, από βόμβο.