παραβομβώ

Revision as of 16:35, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-έω, Α
1. παράγω βόμβο κοντά σε κάποιον ή σε κάτι ή παράγω βόμβο μιμούμενος κάποιον ή κάτι
2. (το παθ.) παραβομβοῦμαι, -έομαι
ενοχλούμαι σε μεγάλο βαθμό από θόρυβο, από βόμβο.