πεντέκοσμος

Revision as of 20:25, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

English (LSJ)

ον, A of five worlds, Dam.Pr. 124 bis.

Greek (Liddell-Scott)

πεντέκοσμος: -ον, ὁ ἐκ πέντε κόσμων συνιστάμενος, Wolf Anecd. 3. 258.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που αποτελείται από πέντε κόσμους («γενεάν... θεῶν, τὴν πεντέμψυχον καλουμένην, ταυτὸν δ' ἴσως εἰπεῖν πεντέκοσμον», Δαμάσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε- (βλ. πεντα-) + κόσμος.