πεντέκοσμος
English (LSJ)
ον, A of five worlds, Dam.Pr. 124 bis.
Greek (Liddell-Scott)
πεντέκοσμος: -ον, ὁ ἐκ πέντε κόσμων συνιστάμενος, Wolf Anecd. 3. 258.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που αποτελείται από πέντε κόσμους («γενεάν... θεῶν, τὴν πεντέμψυχον καλουμένην, ταυτὸν δ' ἴσως εἰπεῖν πεντέκοσμον», Δαμάσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε- (βλ. πεντα-) + κόσμος.