-έω, Α1. αναμιγνύομαι στη διοίκηση κάποιου άλλου («ὡς οὐ προσῆκον ἄρχοντος ἑτέρου πολυπραγμονεῖν καὶ παραδιοικεῖν», Πλούτ.)2. κυβερνώ με κακό τρόπο.