προΐστωρ

Revision as of 14:25, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")

English (LSJ)

ορος, ὁ, A witness, in pl., Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 726] ορος, ὁ, der Vorherwisser, der Zeuge, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

προΐστωρ: -ορος, ὁ, ὁ γινώσκων ἐκ τῶν προτέρων, «προΐστορες· προμαρτυροῦντες» Φώτ., Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ΜΑ
αυτός που γνωρίζει κάτι εκ τών προτέρων
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «προΐστορες
προμαρτυροῦν τες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἵστωρ].