ερκίτης

Revision as of 12:15, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἑρκίτης, ὁ (Α)
ο δούλος που διέμενε στους αγρούς του κυρίου του («ἑρκίτας φησὶ καλεῖσθαι τοὺς κατά τοὺς ἀγροὺς οἰκέτας», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρκος «φραγμός, περίφραξη». Ο τ. δηλώνει τον δούλο που ζούσε εντός τών περιφραγμένων ορίων τών κτημάτων του κυρίου του].