-α, -ο(ν) / ῥαχιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ράχη ή εντοπίζεται σε αυτήν (α. «ραχιαίος μυς» β. «τοὺς μύας τοὺς ῥαχιαίους», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις + κατάλ. -ιαῖος].