σταγονιαῖος

Revision as of 12:52, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")

English (LSJ)

α, ον, A in drops or grains, PMag.Par.1.215.

Spanish

en granos

Greek Monolingual

-α, -ο / σταγονιαῖος, -αία, -ον, ΝΑ
αυτός που παρέχεται κατά σταγόνες, σταγόνα σταγόνα («σταγονιαίες δόσεις φαρμάκων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταγών, -όνος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. σταλαγμ-ιαῖος)].